- αδράχτι
- το-ιού, εργαλείο με το οποίο κλώθεται το νήμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδράχτι — Σύνεργο κλωστικής με το οποίο γνέθουν. Α. λέγεται και ο σιδερένιος ή ξύλινος άξονας διαφόρων μηχανημάτων και το σιδερένιο ραβδί που αποτελεί τον κορμό της άγκυρας. Εκείνος που κατασκεύαζε και πουλούσε α. κλωστικής λέγεται αδραχτάς.Αδραχτάς… … Dictionary of Greek
αδράχτι της γυναίκας — Φυτό γνωστό επιστημονικά ως κάθαρμος ο εριώδης.Είναι μονοετής πόα, με βλαστό ύψους 30 50 εκ., όρθιο, χνουδωτό και πολύκλαδο συνήθως στην κορυφή. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, χνουδωτά, ημιπερίβλαστα ή τα ανώτερα περίβλαστα, με λοβούς λογχοειδείς … Dictionary of Greek
αδραχτάς — ο [αδράχτι] 1. αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει αδράχτια 2. μεγάλο αδράχτι ή απλώς αδράχτι 3. μεγάλο σιδερένιο αδράχτι που τό περιστρέφει η ανέμη 4. ο επιστροφέας, ο σπόνδυλος που στρέφεται μαζί με τον τράχηλο 5. ράβδος αγκυλωτή προς το επάνω… … Dictionary of Greek
άτρακτος — η (Α ἄτρακτος) 1. αδράχτι 2. διάφορα εξαρτήματα σε σχήμα αδραχτιού νεοελλ. το κύριο μέρος του αεροσκάφους (σε σχήμα ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… … Dictionary of Greek
αδράχτης — (I) ο [αδράχτι] το αδράχτι. (II) ο [αδράχνω] άρπαγας, κλεφταράς … Dictionary of Greek
αδραχτάκι — το [αδράχτι] μικρό αδράχτι … Dictionary of Greek
αδραχτιά — (I) η [αδράχτι] η ποσότητα τού νήματος που περιλαμβάνει ένα αδράχτι. (II) η [αδράχνω] η αδραξιά* … Dictionary of Greek
άρκυς — ἄρκυς ( υος), η (Α) 1. κυνηγετικό δίχτυ 2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» οι κίνδυνοι του ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα *arqu «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος* καθώς και με τις σλαβικές… … Dictionary of Greek
αγκάλιστρος — ο [αγκαλίζω] μακριά ράβδος, διχαλωτή στο ένα άκρο της, ενώ στο άλλο φέρει μία ή περισσότερες κεραίες, πάνω στις οποίες τυλίγουν το νήμα από το αδράχτι (κν. τυλιγάδι) … Dictionary of Greek